απόδεσμος

απόδεσμος
ἀπόδεσμος, ο (Α) [αποδέω (Ι)]
1. στηθόδεσμος, ζώνη
2. δέμα, κομπόδεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπόδεσμος — band masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδέσμοις — ἀπόδεσμος band masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδέσμου — ἀπόδεσμος band masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδέσμους — ἀπόδεσμος band masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδέσμων — ἀπόδεσμος band masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδέσμῳ — ἀπόδεσμος band masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόδεσμοι — ἀπόδεσμος band masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόδεσμον — ἀπόδεσμος band masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • ԾՐԱՐ — (ի, ից.) NBH 1 1028 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 14c գ. δεσμός, ἁπόδεσμος alligamentum, ligatura, fasciculus, sacculus συστροφή conglobatio βασκάνιον fascinum, us. (Որպէս թէ ծիր արարեալ ընդ իրար.) Կապոց ամփոփեալ շուրջանակի.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”